Γρηγόριος Λαμπρινός M.D. F.E.B.U.

Χειρουργός Ουρολόγος Ανδρολόγος

Στοιχεία επικοινωνίας
Ιατρείο: 210-59.86.795
Γραμματεία: 6988-60.69.92
Ραντεβού: 11.00-13.30 και 16.00 – 19.00
info@lamprinos.gr

Στοιχεία επικοινωνίας

Ιατρείο: 210-59.86.795 – Γραμματεία: 6988-60.69.92

info@lamprinos.gr

Αρχική » Παθήσεις
Καρκίνος του Πέους

Καρκίνος του Πέους

Καρκίνος του Πέους: Μια Σπάνια αλλά Σημαντική Απειλή

Ο καρκίνος του πέους αποτελεί μια σπάνια αλλά σοβαρή μορφή καρκίνου που επηρεάζει το ανδρικό γεννητικό σύστημα. Παρά το γεγονός ότι η συχνότητα εμφάνισής του είναι χαμηλή σε σύγκριση με άλλους τύπους καρκίνου, οι επιπτώσεις του μπορούν να είναι καταστροφικές για την ποιότητα ζωής των ασθενών. Η έγκαιρη διάγνωση και η αποτελεσματική θεραπεία είναι κρίσιμες για την πρόγνωση και την επιβίωση.

Αιτίες και Παράγοντες Κινδύνου

Οι αιτίες του καρκίνου του πέους δεν είναι πλήρως κατανοητές, ωστόσο έχουν εντοπιστεί αρκετοί παράγοντες κινδύνου. Ο πιο σημαντικός από αυτούς είναι η μόλυνση από τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV), ιδίως τα στελέχη HPV-16 και HPV-18, που συνδέονται επίσης με καρκίνους του τραχήλου της μήτρας και του πρωκτού. Άλλοι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν την κακή υγιεινή της γεννητικής περιοχής, την απουσία περιτομής (ιδίως σε περιπτώσεις που συνυπάρχει φίμωση), το κάπνισμα, και κάποιες δερματοπάθειες όπως η λευκοπλακία.

Συμπτώματα

Τα αρχικά συμπτώματα του καρκίνου του πέους μπορεί να είναι λεπτά και συχνά αγνοούνται. Συνήθως περιλαμβάνουν αλλαγές στο δέρμα του πέους, όπως ερυθρότητα, όγκους ή έλκη που δεν επουλώνονται. Άλλα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν πόνο, αιμορραγία, και ασυνήθιστη έκκριση. Σε προχωρημένα στάδια, ο καρκίνος μπορεί να προκαλέσει διογκωμένους λεμφαδένες στη βουβωνική χώρα.
Μία ιδιαιτερότητα των ασθενών με καρκίνο του πέους είναι ότι οι ίδιοι τείνουν να αρνούνται τη νόσο και να αναζητούν ιατρική βοήθεια μετά από πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, επηρεάζοντας τόσο τις θεραπευτικές επιλογές τους, όσο και την πρόγνωση.

Διάγνωση

Η διάγνωση του καρκίνου του πέους περιλαμβάνει κλινική εξέταση και βιοψία του ύποπτου ιστού. Απεικονιστικές εξετάσεις, όπως μαγνητική τομογραφία (MRI) και υπολογιστική τομογραφία (CT), μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση της εξάπλωσης του καρκίνου.

Θεραπεία

Η θεραπεία του καρκίνου του πέους εξαρτάται από το στάδιο και τη σοβαρότητα της νόσου. Οι επιλογές θεραπείας περιλαμβάνουν χειρουργική αφαίρεση του όγκου, ακτινοθεραπεία, και χημειοθεραπεία. Σε αρχικά στάδια, μπορεί να είναι αρκετή η τοπική εκτομή του όγκου, ενώ σε πιο προχωρημένα στάδια μπορεί να απαιτείται μερική ή ολική αφαίρεση του πέους (πεεκτομή). Η αποκατάσταση και η ψυχολογική υποστήριξη είναι κρίσιμες για την ποιότητα ζωής των ασθενών μετά τη θεραπεία.

Πρόληψη

Η πρόληψη του καρκίνου του πέους περιλαμβάνει την προαγωγή της υγιεινής της γεννητικής περιοχής, την περιτομή σε νεαρή ηλικία (ιδιαίτερα σε χώρες με υψηλή επίπτωση καρκίνου του πέους), και τον εμβολιασμό κατά του HPV. Ο εμβολιασμός κατά του HPV είναι ήδη ευρέως διαδεδομένος για την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας και συνιστάται επίσης για τους άνδρες για την προστασία έναντι του καρκίνου του πέους και άλλων σχετικών μορφών καρκίνου.

Συμπέρασμα

Ο καρκίνος του πέους, παρότι σπάνιος, είναι μια σοβαρή ασθένεια που απαιτεί έγκαιρη διάγνωση και αποτελεσματική θεραπεία. Η κατανόηση των παραγόντων κινδύνου και η προληπτική ιατρική είναι καίριας σημασίας για τη μείωση της επίπτωσης και την βελτίωση της πρόγνωσης των ασθενών. Οι ιατροί και οι ασθενείς πρέπει να είναι ενήμεροι για τα συμπτώματα και τις θεραπευτικές επιλογές ώστε να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.

Στυτική δυσλειτουργία

Η στυτική δυσλειτουργία (ΣΔ) αποτελεί ένα κοινό πρόβλημα που επηρεάζει εκατομμύρια άνδρες παγκοσμίως. Πρόκειται για την αδυναμία επίτευξης ή διατήρησης μιας στύσης επαρκούς για σεξουαλική δραστηριότητα. Η ΣΔ μπορεί να προκαλέσει σημαντική ψυχολογική επιβάρυνση, επηρεάζοντας την αυτοπεποίθηση και τις σχέσεις του ατόμου.

Ορισμός

Η στυτική δυσλειτουργία ορίζεται ως η συνεχής αδυναμία επίτευξης ή διατήρησης μιας στύσης επαρκούς για σεξουαλική επαφή για τουλάχιστον τρεις μήνες. Είναι σημαντικό να διακρίνουμε τη ΣΔ από τις παροδικές περιπτώσεις που μπορεί να προκληθούν από προσωρινές καταστάσεις όπως το άγχος ή η υπερκόπωση.

Διάγνωση

Η διάγνωση της ΣΔ ξεκινάει με ένα λεπτομερές ιατρικό και σεξουαλικό ιστορικό του ασθενούς. Ο γιατρός θα ρωτήσει για τη φύση και τη διάρκεια των συμπτωμάτων, καθώς και για τυχόν σχετικούς παράγοντες κινδύνου όπως το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ, και η χρήση φαρμάκων.

Ένα άλλο πολύ σημαντικό διαγνωστικό εργαλείο είναι το ερωτηματολόγιο IIEF το οποίο και διατίθεται στην ιστοσελίδα του ιατρείου και το οποίο μπορείτε να συμπληρώσετε δωρεάν εδώ.

Επιπλέον, μια φυσική εξέταση είναι απαραίτητη για την αξιολόγηση της γενικής υγείας και την αναζήτηση ενδείξεων που μπορεί να υποδεικνύουν οργανικά αίτια, όπως καρδιαγγειακές παθήσεις ή ορμονικές διαταραχές. Ορισμένες διαγνωστικές εξετάσεις που μπορεί να ζητηθούν περιλαμβάνουν:

– Εξετάσεις αίματος: Αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν έλεγχο των επιπέδων τεστοστερόνης, καθώς και έλεγχο για διαβήτη, καρδιοπάθεια και άλλες συνθήκες.
– Υπερηχογράφημα πέους: Χρησιμοποιείται για να εκτιμηθεί η ροή του αίματος στο πέος.
– Νυχτερινή καταγραφή στύσεων: Μετρά τη συχνότητα και την ένταση των στύσεων κατά τη διάρκεια του ύπνου.
– Ψυχολογική αξιολόγηση: Μπορεί να είναι χρήσιμη για την εκτίμηση της επίδρασης της ψυχολογικής κατάστασης στη ΣΔ.

Θεραπεία

Η θεραπεία της ΣΔ εξαρτάται από την αιτία και μπορεί να περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, ψυχοθεραπεία, ή ακόμα και χειρουργικές επεμβάσεις. Μερικές από τις πιο κοινές θεραπευτικές επιλογές είναι:

– Φαρμακευτική αγωγή: Οι αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης τύπου 5 (PDE5i), όπως η σιλδεναφίλη (Viagra), η ταδαλαφίλη (Cialis), και η βαρδεναφίλη (Levitra), είναι συχνά η πρώτη γραμμή θεραπείας. Αυτά τα φάρμακα βοηθούν στη χαλάρωση των αιμοφόρων αγγείων του πέους, αυξάνοντας τη ροή του αίματος.
– Ορμονική θεραπεία: Αν τα επίπεδα τεστοστερόνης είναι χαμηλά, μπορεί να συνταγογραφηθεί ορμονική θεραπεία.
– Ψυχοθεραπεία: Αν η ΣΔ οφείλεται σε ψυχολογικά αίτια όπως το άγχος ή η κατάθλιψη, η ψυχοθεραπεία μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη.
– Συσκευές κενού: Αυτές οι συσκευές δημιουργούν μια στύση τραβώντας αίμα στο πέος μέσω μιας αντλίας κενού.
– Χειρουργική επέμβαση: Σε σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να συστηθεί χειρουργική επέμβαση, όπως η εμφύτευση πεϊκών προθέσεων.

Η στυτική δυσλειτουργία για κάποιους μπορεί να αποτελεί μια πάθηση που μπορεί να οφείλεται σε διάφορα αίτια, αλλά για άλλους μπορεί να είναι το σύμπτωμα μιας άλλης νόσου. Σε κάθε περίπτωση είναι ένα ζήτημα που μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με τη σωστή διάγνωση και θεραπεία. Η επικοινωνία με έναν ειδικό και η κατανόηση των διαφόρων θεραπευτικών επιλογών είναι κρίσιμη για την επιτυχή αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος.

ΚΡΥΨΟΡΧΙΑ

ΚΡΥΨΟΡΧΙΑ

Με αυτόν τον όρο, ορίζεται εκείνη η παθολογική κατάσταση κατά την οποία είτε ο ένας είτε και οι δύο όρχεις δε βρίσκονται στη φυσιολογική τους θέση εντός του οσχέου. Αυτό αφορά το 3% των τελειόμηνων αγοριών και το 30% των πρόωρων. Στο 80% των αρρένων που θα γεννηθούν με κρυψορχία, μέσα στο πρώτο έτος ζωής, και οι δύο όρχεις θα έχουν κατέλθει στη φυσιολογική θέση εντός του οσχέου. Μετά το πρώτο έτος ζωής, λιγότερο από το 1% των αρρένων θα έχει ακόμα κρυψορχία. Η εμφάνιση κρυψορχίας αργότερα κατά την παιδική ηλικία είναι εξαιρετικά σπάνια.

Η κρυψορχία είναι τελείως διαφορετική κατάσταση από την μονορχία (η ύπαρξη μόνο ενός εκ των όρχεων, που συνήθως αφορά τον δεξιό όρχι) και την ανορχία (απουσία των όρχεων). Πιθανές και συχνότερες θέσεις του όρχι που δεν έχει κατέλθει εντός του οσχέου είναι οι ακόλουθες:

  • Κοιλιακή θέση
  • Εντός του βουβωνικού πόρου
  • Υψηλή οσχεϊκή θέση

Τα 2/3 των περιπτώσεων αφορούν μόνο τον έναν όρχι, ενώ στο 90% των περιπτώσεων ο όρχις μπορεί να ψηλαφηθεί (όταν έχει βουβωνική ή υψηλή οσχεϊκή θέση).  Οι όρχις με ιστορικό κρυψορχίας συνήθως συνδέονται με υπογονιμότητα, κάποια ψυχολογικά προβλήματα, αλλά κυρίως αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του όρχι ( ο οποίος είναι εξαιρετικά γρήγορος στην ανάπτυξή του).

Σημεία και συμπτώματα

Υπογονιμότητα

Αν και συνήθως εντός του πρώτου έτους ζωής ο όρχις κατέρχεται στο όσχεο, σε κάποιες περιπτώσεις οι μικροί αυτοί ασθενείς θα υποβληθούν σε μία επέμβαση (ορχεοπηξία) για να μεταφερθεί και να στηριχθεί ο όρχις στη φυσιολογική του θέση. Παρόλα αυτά, ακόμα και μετά την ορχεοπηξία, ένα ποσοστό των ασθενών αυτών θα παρουσιάσει υπογονιμότητα στο μέλλον.

Υπογονιμότητα       6% στον ενήλικα πληθυσμό (χωρίς ιστορικό κρυψορχίας)

10% σε ασθενείς με κρυψορχία ενός όρχι (που υποβλήθηκε σε ορχεοπηξία)

38% σε αμφοτερόπλευρη χειρουργηθήσα κρυψορχία

Καρκίνος του όρχι

Ένας στου 500 ασθενείς με ιστορικό κρυψορχίας (είτε ενός είτε και των δύο όρχεων) θα αναπτύξει καρκίνο του όρχι (με υψηλότερη συχνότητα μεταξύ 30 και 40 ετών). Ο κίνδυνος είναι υψηλότερος για ενδοκοιλιακή κρυψορχία, με κάπως χαμηλότερο κίνδυνο των ασθενών με κρυψορχίας με βουβωνική θέση. Σε περιπτώσεις μονόπλευρης κρυψορχίας, ακόμα και ο έτερος όρχις (που κατήλθε κανονικά στο όσχεο) έχει 20% αυξημένη πιθανότητα να εμφανίσει καρκίνο.

Δεδομένων αυτών των κινδύνων, οι νεαροί ασθενείς με ιστορικό ορχεοπηξίας, οφείλουν να γνωρίζουν πως να εξετάζονται τακτικά (από μόνοι τους), για να μπορούν να αναγνωρίσουν ένα πιθανό όγκο και να αναζητήσουν έγκαιρα ιατρική βοήθεια, αν και εφόσον χρειαστεί. Αυτό είναι κάτι που δε μπορεί να γίνει, σε ασθενείς, οι οποίοι έχουν κρυψορχία με ενδοκοιλιακή θέση (και για αυτό το λόγο τα περιστατικά αυτά, έχουν ένδειξη χειρουργείου, ακόμα και σε ενήλικη ηλικία). Παλαιότερα θεωρούσαμε ότι η ορχεοπηξία δε μειώνει τον κίνδυνο καρκίνου του όρχι, αλλά έκανε την πρώιμη διάγνωση καρκίνου του όρχι πολύ ευκολότερη. Νεότερες μελέτες έδειξαν ότι η ορχεοπηξία πριν την εφηβεία φαίνεται να μειώνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του όρχι.

Αίτια

Τα περισσότερα περιστατικά κρυψορχίας τελειόμηνων αρρένων είναι ιδιοπαθή (σποραδικά και μεμονωμένα, χωρίς άλλες ανωμαλίες). Πιθανές αιτίες επίσης είναι:

  • Πρόωρος τοκετός και χαμηλό σωματικό βάρος κατά τη γέννηση.
  • Έκθεση σε διάφορα χημικά (εντομοκτόνα) της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη.
  • Κάπνισμα και χρήση αλκοόλ από την μητέρα κατά την εγκυμοσύνη.
  • Οικογενειακό ιστορικό κρυψορχίας
  • Η κρυψορχία παρουσιάζεται σε διάφορα συγγενή νοσήματα όπως το σύνδρομο Down, το σύνδρομο Noonan και το σύνδρομο Prader-Willi.

Διάγνωση

Η διάγνωση τίθεται συνήθως από τον παιδίατρο, ο οποίος συνήθως (φυσιολογικά) επιβεβαιώνει την κάθοδο και των δύο όρχεων στο όσχεο. Σε περίπτωση κρυψορχίας, ο όρχις συνήθως ψηλαφάται σε υψηλότερη οσχεϊκή ή βουβωνική θέση. Η κρυψορχία πολλές φορές συγχέεται με τον ανελκώμενο ή ανασπώμενο όρχι (ο οποίος είναι πολύ συχνότερος από την πραγματική κρυψορχία). Σε αυτή την περίπτωση ο όρχις κατέρχεται φυσιολογικά στο όσχεο, αλλά λόγω ισχυρού αντανακλαστικού του κρεμαστήρα μυ, κατά διαστήματα ο όρχις μεταφέρεται σε υψηλότερη θέση. Με αυτό τον τρόπο, οι γονείς πότε βλέπουν τον όρχι στο όσχεο και πότε όχι. Ο ευκολότερος τρόπος για να φανεί ο όρχις (αν είναι ανελκώμενος) είναι το παιδί να λάβει καθιστή θέση, με τις πατούσες του ενωμένες, οι οποίες πρέπει να έρθουν κοντά στο σώμα του. Έτσι, χαλαρώνει και ο όρχις κατέρχεται εντός του οσχέου.

Τα παιδιά υποβάλλονται κατόπιν, σε υπερηχογραφικό έλεγχο, με τον οποίο ιδανικά ανευρίσκεται ο εκτοπικός όρχις (ο οποίος τείνει να είναι υποπλαστικός, ιδιαίτερα αν έχει παραμείνει σε έκτοπη θέση για μεγάλο χρονικό διάστημα).

Υπερηχογράφημα οσχέου σε κρυψορχία. (a)φυσιολογικός όρχις στο όσχεο και (b) υποπλαστικός όρχις εντός του βουνωνικού πόρου.

 

Διαχείρηση και Θεραπεία

Δεδομένου του ότι ο όρχις στην κρυψορχία κατέρχεται εντός του πρώτου έτους, συνήθως το παιδί αρχικά παρακολουθείται από παιδίατρο ή παιδο-ουρολόγο. Σε περιπτώσεις κρυψορχίας με βουβωνική θέση που δεν υπάρχει εξέλιξη μετά από 4-6 μήνες, προτείνεται ορχεοπηξία (παιδο-Ουρολόγος ή παιδο-Χειρουργός). Σε κάποια περιστατικά βουβωνικής κρυψορχίας χορηγείται η β χοριακή γοναδοτροπίνη (ορμόνη) που συχνά βοηθά τον όρχι να λάβει τη  φυσιολογική του θέση (με 10 ενέσεις εντός 5 εβδομάδων).

Σε περιπτώσεις που η κρυψορχία έχει παραμεληθεί, έχοντας έναν όρχι που έχει παραμείνει εκτοπικός χωρίς ορχεοπηξία, οι ασθενείς πρέπει να υποβάλλονται σε απεικονιστικό έλεγχο με μαγνητική τομογραφία, προκειμένου να ανευρεθεί ο έκτοπος όρχις (αν και εφόσον υπάρχει). Αυτό είναι σημαντικό ιδιαίτερα σε νέους ενήλικες, μιας και ο κίνδυνος καρκίνου του όρχι είναι υψηλότερος μεταξύ των 15 και 45 ετών. Σε αυτά τα περιστατικά, ο όρχις αφού βρεθεί, πρέπει είτε να κατέλθει στο όσχεο (χειρουργικά) για να μπορεί να ψηλαφηθεί, αν η θέση του το επιτρέπει, είτε να αφαιρεθεί, προκειμένου να προληφθεί ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου (ειδικά αν πρόκειται για ενδοκοιλιακό όρχι).

Κύστεις επιδιδυμίδας

Κύστεις επιδιδυμίδας

Οι επιδιδυμίδες είναι τα όργανα, που μοιάζουν με λεπτούς σωλήνες, μέσω των οποίων μεταφέρονται τα σπερματοζωάρια από τους όρχεις στην ουρήθρα. Διατρέχουν από τους όρχεις και μέσω των σπερματικών πόρων μαζί με τα νεύρα και τα αγγεία των όρχεων, έχοντας στενές σχέσεις με τις δομές αυτές, αφού συγκρατούνται μαζί με μια λεπτή μεμβράνη.

Οι επιδιδυμίδες, όπως και όλα τα όργανα του ουροποιογεννητικού συστήματος δεν έχουν μικρόβια. Σε περίπτωση οποιασδήποτε φλεγμονής τοπικά το υγρό μπορεί είτε να παγιδευτεί γύρω από τον όρχι (δημιουργώντας υδροκήλη) είτε να εγκυστωθεί στα λεπτά στρώματα της μεμβράνης που περιβάλλει τις επιδιδυμίδες, δημιουργώντας μια ή περισσότερες κύστεις της επιδιδυμίδας. Οι κύστεις αυτές, που μπορεί να συνυπάρχουν με μία υδροκήλη, είναι απολύτως καλοήθεις, αλλά δυστυχώς δε μπορούν να υποστραφούν και να υποχωρήσουν.

Με το πέρασμα του χρόνου οι κύστεις της επιδιδυμίδας είτε παραμένουν σταθερές, είτε μεγαλώνουν σταδιακά. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος εξαλλαγής σε καρκίνο, αλλά με τον καιρό μπορούν να γίνουν συμπτωματικές.

Διάγνωση

Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι ασθενείς εμφανίζονται στον Ουρολόγο όταν ψηλαφήσουν κάτι στο όσχεό τους, το οποίο φαίνεται διογκωμένο τοπικά. Ειδικά σε νεαρές ηλικίες (<45 ετών) επείγει η φυσική εξέταση των ασθενών, μιας και τίθεται η διαφορική διάγνωση του καρκίνου του όρχι (ενός εξαιρετικά γρήγορου καρκίνου, που διπλασιάζει τον όγκο του εντός 30-40 ημερών). Με τη φυσική εξέταση, συνήθως καταλαβαίνουμε εύκολα αν η διόγκωση οφείλεται σε βλάβη εντός ή εκτός του όρχι. Όταν υπάρχει και υδροκήλη, η φυσική εξέταση δυσκολεύει και εφόσον υπάρχει η οποιαδήποτε αμφιβολία, ο ασθενής πρέπει να υποβληθεί σε υπερηχογραφικό έλεγχο. Ο υπέρηχος είναι ένα άριστο διαγνωστικό εργαλείο για να αποκλειστεί ο καρκίνος του όρχι, αλλά η διαφορική διάγνωση μεταξύ υδροκήλης και κύστης επιδιδυμίδας, κάποιες φορές δεν είναι τόσο απλή.

Συμπτώματα

Οι κύστεις της επιδιδυμίδας συνήθως δεν παρουσιάζουν σοβαρά συμπτώματα, όσο τουλάχιστον είναι μικρές σε μέγεθος. Όταν ένας άντρας ψηλαφήσει κάτι στο όσχεο, ακόμα και αν γνωρίζει ότι είναι κάτι απολύτως καλοήθες, είναι δύσκολο να σταματήσει να το σκέφτεται. Όσο μεγαλώνει η κύστη, μπορεί να προκαλεί πόνο, μια αίσθηση βάρους και ασφαλώς αισθητικά θέματα.

Διαχείρηση – Θεραπεία

Οι κύστεις τείνουν αρχικά να παρακολουθούνται, μιας και η συντηρητική θεραπεία δεν έχει επιπλοκές. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι οι κύστεις της επιδιδυμίδας δίνουν την κλινική εκτίμηση στην ψηλάφηση ότι είναι μεγαλύτερες από ότι στην πραγματικότητα, μιας και ψηλαφώνται με τους υπερκείμενους ιστούς. Σε πολύ μεγάλες κύστεις, ασθενών σε προχωρημένη ηλικία, μπορεί να προσφερθεί παρακέντηση, αλλά αυτό αποτελεί παρηγορητική αντιμετώπιση, που δε λύνει το πρόβλημα (αντίθετα σε μικρό χρονικό διάστημα το επιδεινώνει).

Οι κύστεις φτάνουν ακόμα και να ξεπεράσουν σε μέγεθος τον όρχι (βλέπε χειρουργική εικόνα). Όταν οι κύστεις είναι τέτοιων διαστάσεων που προκαλούν συστηματικά συμπτώματα, ο ασθενής αποκτά ένδειξη χειρουργείου. Κατά τη χειρουργική επέμβαση, με επισκληρίδιο ή γενική αναισθησία, γίνεται μια μικρή τομή στο όσχεο, για να αφαιρεθεί η κύστη. Αν συνυπάρχει υδροκήλη, διορθώνεται στο ίδιο χειρουργείο.

Πιθανές επιπλοκές, είναι οι ακόλουθες:

  • Σχεδόν όλοι οι ασθενείς θα παρουσιάσουν οίδημα, μια αίσθηση βάρους/πόνου και ερυθρότητα τοπικά, τα οποία διαρκούν αρκετές μέρες. Γενικά το ημιόσχεο που υποβάλλεται σε επέμβαση δίνει μια αίσθηση υπερπλήρωσης (σαν να είναι γεμάτο) λόγω των ραμμάτων και του οιδήματος.
  • 2-5% των ασθενών θα παρουσιάσουν μικρού βαθμού αιμορραγικές επιπλοκές και/ή μόλυνση του τραύματος. Οι επιμολύνσεις αντιμετωπίζονται με αντιβίωση, ενώ σε εξαιρετικά ακραίες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί ακόμα και επανεπέμβαση.
  • 0.5-1% χρόνιο άλγος και αναισθητικές/καρδιολογικές επιπλοκές (που σχετίζονται με θρομβωτικά επεισόδια).

Η κύστη που αφαιρείται δε μπορεί να ξαναδημιουργηθεί, αλλά δε μπορεί να αποκλειστεί ο σχηματισμός άλλων κύστεων στο μέλλον, στην ίδια ή/και στην έτερη επιδιδυμίδα.

Πολύ σημαντικό σημείο είναι το ακόλουθο. Δεδομένο ότι η επέμβαση γίνεται πολύ κοντά στην επιδιδυμίδα, αν σχηματιστεί μεγάλη ποσότητα ουλώδους ιστού κατά τη φάση της επούλωσης, μπορεί να προκληθεί στένωση της επιδιδυμίδας, που δυνητικά μπορεί να επηρεάσει τη γονιμότητα (<1%).

Μετά το χειρουργείο ο ασθενής επιστρέφει σπίτι την ίδια ημέρα και επανέρχεται στην καθημερινότητά του σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.

Καρκίνος του προστάτη

Καρκίνος του προστάτη

Ο καρκίνος του προστάτη είναι ο δεύτερος σε συχνότητα μεταξύ των αντρών και αντιπροσωπεύει το 15% των ογκολογικών περιστατικών στους άντρες. Θεωρείται ότι ιστολογικά έχει την ίδια συχνότητα σε όλες τις ηπείρους, αλλά ο αριθμός των περιστατικών που διαγιγνώσκονται με καρκίνο του προστάτη παρουσιάζεται υψηλότερος στην Σκανδιναβία και Βόρεια Ευρώπη, στην Αυστραλία/Νέα Ζηλανδία και στις Η.Π.Α. Οι λευκοί των χωρών αυτών, αλλά και οι ασθενείς που ανήκουν στη μαύρη φυλή, έχουν υψηλότερα ποσοστά συχνότητας και θνησιμότητας καρκίνου του προστάτη.

Πέρα από το εθνικό/φυλετικό υπόβαθρο, ο κύριος παράγοντας κινδύνου είναι η ηλικία. Το 60% τουλάχιστον των ασθενών με καρκίνο του προστάτη είναι ηλικίας άνω των 65 ετών, ενώ σε κάθε ηλικιακή δεκαετία η πιθανότητα διάγνωσης του καρκίνου του προστάτη αυξάνεται σημαντικά. Ο καρκίνος του προστάτη μπορεί να είναι πολύ συχνός, αλλά παραμένει πάντα ιδιαίτερα αργός.

Ασθενείς με οικογενειακό ιστορικό έχουν επίσης σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο (η πιθανότητα διάγνωσης καρκίνου του προστάτη αυξάνεται από 5 έως 11 φορές ανάλογα με τον αριθμό των συγγενών πρώτου βαθμού με διάγνωση της νόσου) και για το λόγο αυτό πρέπει να ξεκινούν έλεγχο από ειδικό από την ηλικία των 40.

Είναι επίσης γνωστό ότι πολλά διατροφικά στοιχεία σχετίζονται ποικιλοτρόπως με τον καρκίνο του προστάτη. Ακολουθεί ένας ενδεικτικός πίνακας με τις τροφές που έχουν ισχυρή στατιστική σχέση με τον καρκίνο του προστάτη.

Αλκοόλ Η υψηλή κατανάλωση αλκοόλ, αλλά επίσης και η πλήρης αποχή σχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο καρκίνο προστάτη, αλλά και θανάτου από καρκίνο του προστάτη.
Ντομάτες Τα λυκοπένια στη ντομάτα (κυρίως στη μαγειρεμένη) φαίνεται να έχουν κάποια θετική προστατευτική δράση σχετικά με τον καρκίνο του προστάτη
Φυτοοιστρογόνα (σόγια) Ιδιαίτερα η σόγια φαίνεται να σχετίζεται τόσο με μειωμένο ρίσκο εμφάνισης καρκίνου του προστάτη όσο και με μικρότερη πιθανότητα προχωρημένης νόσου

Πρακτικά δεν υπάρχουν συγκεκριμένες διατροφικές οδηγίες που προλαμβάνουν την εμφάνιση καρκίνου του προστάτη, αν και διατροφή παίζει το ρόλο της. Δεδομένου του ότι οι μεσόγειοι λαοί έχουν χαμηλότερα ποσοστά συχνότητας και θνησιμότητας καρκίνου του προστάτη, μια ισορροπημένη διατροφή (ακολουθόντας τις αρχές της Μεσογιακής Διατροφής) συστήνεται ανεπιφύλακτα.

Φάρμακα

Οι αναστολείς της 5-α-αναγωγάσης (όπως φιναστερίδη και ντουταστερίδη), που χορηγούνται για την καλοήθη υπερπλασία του προστάτη προκειμένου να συρρικνώσουν τον προστάτη, είναι γνωστό ότι μειώνουν στο 50% το PSA (βλέπε παρακάτω). Θεωρείται ότι μειώνουν ή καθυστερούν τη διάγνωση καρκίνου του προστάτη, αλλά αυξάνουν λίγο τον κίνδυνο διάγνωσης πιο προχωρημένης νόσου (ενδεχομένως καθυστερώντας τη διάγνωση).

Η τεστοστερόνη που μπορεί να χορηγηθεί σε περιπτώσεις υπογοναδισμού, δεν προκαλεί καρκίνο του προστάτη (όταν η νόσος δεν υπάρχει), αλλά αν και εφόσον ο καρκίνος του προστάτη είναι ήδη παρόν, τείνει να τον ενεργοποιεί.

Συμπτώματα – Διάγνωση

Ο καρκίνος του προστάτη γενικά δεν παρουσιάζει ειδικά συμπτώματα. Ουρολογικά συμπτώματα που μπορεί να αναφέρει κάποιος ασθενής με καρκίνο του προστάτη σχετίζονται κατά κανόνα με την καλοήθη υπερπλασία του προστάτη, η οποία αποτελεί τη φυσιολογική ωρίμανση του προστάτη μετά τα 40 (δεδομένου ότι όλοι οι ασθενείς με καρκίνο του προστάτη θα είναι μεγαλύτεροι).

Από τα τέλη της δεκαετίας του 80, μπήκε στην κλινική πράξη το PSA, το ειδικό προστατικό αντιγόνο, που τείνει να είναι αυξημένο στο αίμα των ασθενών με καρκίνο του προστάτη. Τo PSA αυξάνεται και σε άλλες περιπτώσεις (όπως καλοήθη υπερπλασία προστάτη, φλεγμωνές, ουρολογικούς χειρισμούς, σεξουαλική πράξη κ.ά.) και γι’αυτό από μόνο του δε θέτει καμία διάγνωση. Το 95% των ασθενών με καρκίνο του προστάτη θα έχει αυξημένο (και  σταθερά αυξανόμενο) PSA, αλλά μόνο το 50% με υψηλό PSA θα διαγνωσθεί με καρκίνο του προστάτη.

Όταν εξετάζουμε το PSA, πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι δεν συνυπάρχει ουρολοίμωξη ή άλλος λόγος για τον οποίο μπορεί το PSA να είναι αυξημένο, ενώ είναι λάθος να γίνεται διερεύνηση με βάση ένα μόνο PSA. Η εξέταση αυτή καλό είναι να επαναλαμβάνεται στο ίδιο εργαστήριο (σε διάστημα 2-3 εβδομάδων) έτσι ώστε να έχουμε επιβεβαίωση της τιμής. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία πόσο ψηλή είναι η συγκέντρωση του PSA, όσο πώς το PSA μεταβάλλεται στο χρόνο.

Το PSA χρεισημοποιείται μαζί με τη δακτυλική εξέταση του προστάτη από ουρολόγο, ενώ πλέον υπάρχουν νέα διαγνωστικά εργαλεία (με σημαντικότερο την πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία του προστάτη) για τη σωστή διερεύνηση των ασθενών. Με την πλήρη διερεύνηση του ασθενούς, ο ουρολόγος πρέπει να απαντήσει σε μια ξεκάθαρη ερώτηση.

Υπάρχει λόγος/ένδειξη για να υποβληθεί ο ασθενής σε βιοψία προστάτη?

Αν υπάρχει ισχυρή κλινική υποψία καρκίνου του προστάτη (με βάση το PSA, τη δακτυλική εξέταση ή/και τη μαγνητική), τότε ο ασθενής πρέπει να κάνει βιοψία προκειμένου να επιβεβαιωθεί η κλινική υποψία. Δυστυχώς δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί ο καρκίνος του προστάτη, ποτέ και από κανέναν. Ο μοναδικός τρόπος για να γίνει αυτό, θα ήταν να αφαιρεθεί ο προστάτης και αφού εξεταστεί με μικροσκόπιο να καταλήξουμε στο ότι δεν υπήρχε καρκίνος στον προστάτη (χειρισμός καθόλου πρακτικός).

Επί θετικής βιοψίας, ξέρουμε ότι υπάρχει καρκίνος του προστάτη, αλλά επί αρνητικής βιοψίας, είτε δεν υπάρχει καρκίνος, είτε η βιοψία απέτυχε να τον εντοπίσει.

Διαγνώστηκα με καρκίνο του προστάτη – τώρα?

Οι ασθενείς που θα βρεθούν να έχουν καρκίνο του προστάτη, πρέπει να υποβληθούν σε αυτό που ονομάζουμε σταδιοποίηση. Πρέπει να γνωρίζουμε δηλαδή, τι κύτταρα καρκίνου υπάρχουν (πόσο επιθετικά είναι δηλαδή), αν έχουν περάσει την προστατική κάψα, αν έχουν διηθήσει τοπικούς ή μακρινούς λεμφαδένες και βεβαίως αν έχουν δώσει μεταστάσεις σε άλλα όργανα (τα οστά της λεκάνης είναι η πιο συνηθισμένη αρχική μετάσταση).

Με βάση το στάδιο θα εξαρτηθεί η διαχείριση ή και η θεραπεία του ασθενούς.

Θεραπεία

Ο καρκίνος του προστάτη μπορεί να αφορά πολύ λίγα κύτταρα που βρίσκονται σε αδρανή ή ημιαδρανή κατάσταση. Πράγματι, τις περισσότερες φορές οι ασθενείς πεθαίνουν με καρκίνο του προστάτη (κάποιοι ούτε καν γνωρίζουν για τη νόσο), αλλά όχι από καρκίνο του προστάτη. Βαθμολογούμε την επιθετικότητα των κυττάρων με το Gleason pattern και score. Το Gleason pattern πηγαίνει από 1 έως 5, όπου 1 είναι τα φυσιολογικά κύτταρα του προστάτη, 2 είναι άτυπα (όχι καρκίνος), ενώ το 3, 4 και 5 είναι καρκινικά κύτταρα (το 3 είναι τα λιγότερο επιθετικά, ενώ το pattern 5 σχετίζεται με τις πιο επιθετικές μορφές της νόσου).

Με βάση το PSA διάγνωσης, τη δακτυλική, τα ευρήματα της μαγνητικής τομογραφίας και ασφαλώς την ιστολογική έκθεση, μπορούμε να πούμε αν η νόσος είναι χαμηλού, ενδιάμεσου ή υψηλού κινδύνου. Σε περιπτώσεις χαμηλού κινδύνου και ασθενείς που είναι μεγάλης ηλικίας, με μέσο προς χαμηλό προσδόκιμο επιβίωσης, μπορεί να μη χρειάζεται και καμία θεραπεία. Σε κάθε περίπτωση βέβαια απαιτείται τακτική παρακολούθηση, έτσι ώστε αν αλλάξει κάτι, να μπορεί ο ασθενής να παραπεμθεί στην κατάλληλη θεραπευτική επιλογή (αν και εφόσον αποκτήσει ένδειξη).

Υπάρχουν ασθενείς, που γνωρίζουμε ότι θα χρειαστούν θεραπεία. Η πιο γνωστή είναι η ριζική προστατεκτομή, μια επέμβαση κατά την οποία αφαιρείται ο προστάτης στο σύνολό του, μαζί με την κάψα του, τις σπερματοδόχες κύστεις και το τελικό τμήμα των επιδιδυμίδων. Κατόπιν, αναστομώνεται η ουρήθρα κατευθείαν με την ουροδόχο κύστη. Αυτή η επέμβαση, αποτελεί το λεγόμενο χρυσό κανόνα εδώ και 3 δεκαετίες, μιας και αφαιρόντας τον προστάτη, αν και εφόσον αποδειχτεί με την ιστολογική, ότι ο καρκίνος ήταν μόνο μέσα στην κάψα, επιτυγχάνεται η πλήρης ίαση.

Η ριζική προστατεκτομή έχει ως κύριες πιθανές επιπλοκές την απώλεια της στυτικής λειτουργίας και την ακράτεια ούρων. Με την απόκτηση εμπειρίας, αλλά και με την τεχνολογική εξέλιξη (αρχικά με τη λαπαροσκοπική και κατόπιν με τη ρομποτική προστατεκτομη), οι πιθανές αυτές επιπλοκές τείνουν να μειώνονται, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχουν μηδενιστεί.

Εναλλακτικά οι ασθενείς μπορούν να υποβληθούν σε ακτινοβολίες, με τις οποίες ακτινοβολούνται τα καρκινικά κύτταρα, αλλά παράλληλα φυσιολογικά κύτταρα θα παρουσιάσουν βλάβες. Πέρα από την πιθανή στυτική δυσλειτουργία και την ακράτεια, υπάρχουν επιπλέον πιθανές επιπλοκές, όπως έντονα δυσουρικά ενοχλήματα, εντερικά συμπτώματα, ερεθισμός του δέρματος, δευτεροπαθή νεοπλάσματα κ.ά.

Η βραχυθεραπεία (εισαγωγή ραδιενεργών κοκκίων εντός του προστάτη) υπήρξε αρκετά δημοφιλής στο παρελθόν, ιδιαίτερα στις Η.Π.Α., αλλά οι ασθενείς με τόσο χαμηλού κινδύνου καρκίνο πλέον απλά παρακολουθούνται. Την τελευταία δεκαετία και με την εισαγωγή της πολυπαραμετρικής μαγνητικής τομογραφίας (με την οποία μπορούμε να δούμε τις περισσότερες καρκινικές βλάβες εντός του προστάτη) έχουν αναπτυχθεί οι Εστιακές Θεραπείες (κυρίως το HIFU και η Κρυοθεραπεία), με τις οποίες υποβάλλεται σε θεραπεία μόνο το μέρος του προστάτη το οποίο έχει νόσο, με κλινικά σημαντικά λιγότερες λειτουργικές επιπλοκές και πολύ καλά ογκολογικά αποτελέσματα, αν και εφόσον οι θεραπείες αυτές χορηγηθούν από Ουρολόγο με εμπειρία στον τομέα αυτό.

Τέλος, η ορμονοθεραπεία (χορήγηση αντιανδρογόνων που καταστέλουν την τεστοστερόνη) είναι μια ισχυρότατη θεραπεία με άριστα αποτελέσματα, αλλά σπάνια χορηγείται σα μονοθεραπεία. Υπάρχουν μια σειρά από παρενέργειες, που είναι γενικά ανεκτές, αλλά δυστυχώς με το πέρασμα του χρόνου, κάποια καρκινικά κύτταρα θα γίνουν ορμονοάντοχα και πλέον η διαχείρηση περνάει στους ογκολόγους με χημειοθεραπευτικά σκευάσματα.

 

Το βασικά σημεία σχετικά με τον καρκίνο του προστάτη είναι τα εξής:

 

  • Σπάνια έχουμε συμπτώματα, χρειάζεται τακτικός έλεγχος σε ετήσια βάση από ουρολόγο με PSA και δακτυλική (από τα 50), ιδιαίτερα αν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό (σε αυτή την περίπτωση κάνω το πρώτο PSA στα 40).
  • Ο καρκίνος του προστάτη δε μπορεί να αποκλειστεί ποτέ και από κανέναν.
  • Η διάγνωση σε πρώιμο στάδιο, όσο ο καρκίνος του προστάτη είναι εντοπισμένος εντός της κάψας, κάνει την πλήρη ίαση εξαιρετικά πιθανή.
  • Οι περισσότεροι ασθενείς θα είναι σε θέση να διαλέξουν ανάμεσα από πληθώρα θεραπευτικών επιλογών, αν και εφόσον διαγνωσθούν εγκαίρως.
  • Η διάγνωση της νόσου σε προχωρημένο στάδιο δεν επιτρέπει την πλήρη ίαση, αλλά μπορούμε να διαχειριστούμε σχεδόν το σύνολο των επιπλοκών της νόσου, φτάνει να υπάρχει τακτικός έλεγχος.
  • Ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών μπορεί να χρειαστούν παραπάνω από μία θεραπεία κατά τη διάρκεια της ζωής τους (π.χ. ακτινοβολίες μετά από την επέμβαση ή ορμονοθεραπεία μετά τις ακτινοβολίες).
Κύστεις νεφρού

Κύστεις νεφρού

Τα τελευταία είκοσι χρόνια, με την ευρεία χρήση απεικονιστικών διαγνωστικών μέσων, και ιδιαίτερα των υπερήχων και της αξονικής τομογραφίας, πολλοί ασθενείς μαθαίνουν ότι έχουν κάποια ή κάποιες κύστεις στους νεφρούς. Οι κύστεις αυτές είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία τυχαίο εύρημα και τις περισσότερες φορές χρειάζονται μόνο τακτική παρακολούθηση.

Η νεφρική κύστη είναι μια καλοήθης κύστη με ομαλά τοιχώματα που ξεχωρίζουν από το νεφρικό παρέγχυμα και περιέχει διαυγές υγρό. Μπορεί να υπάρχουν περισσότερες από μια κύστεις στο ίδιο ή και στα δύο νεφρά. Πέραν των απλών κύστεων, υπάρχει και μια νόσος, η οποία λέγεται πολυκυστική νόσος των νεφρών, όπου οι νεφροί παρουσιάζουν διάχυτα πολλαπλές κύστεις. Η πολυκυστική νόσος των νεφρών είναι κληρονομική ενώ με το πέρασμα του χρόνου οι κύστεις μεγαλώνουν σε μέγεθος, καταστρέφοντας τους νεφρούς, οι οποίοι αυξάνονται και αυτοί σημαντικά σε διαστάσεις.

                                                            Φυσιολογικός νεφρός (αριστερά) και νεφρός με Πολυκυστική Νόσο (δεξιά).

 

Οι απλές κύστεις αντίθετα τείνουν να είναι ακίνδυνες. Δεδομένου του ότι συνήθως δεν προκαλούν συμπτώματα, οι περισσότεροι ασθενείς με κύστεις ούτε καν θα γνωρίζουν ότι τις έχουν, έως ότου κάνουν κάποιο υπερηχογράφημα (συνήθως για άλλο λόγο) και τις ανακαλύψουν.

Το μέγεθος των απλών κύστεων έχει μεγάλη κλινική σημασία. Υπάρχουν κύστεις τόσο μικρές που φαίνονται μόνο με μικροσκόπιο, άλλες που έχουν μέγιστη διάμετρο μερικών εκατοστών, ενώ σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να είναι τόσο μεγάλες που πιέζουν παραπλήσια όργανα. Η πίεση στα όργανα αυτά προκαλούν συμπτώματα.

Συμπτώματα

Τα συμπτώματα προκαλούνται όταν οι κύστεις γίνουν αρκετά μεγάλες ή αν επιμολυνθούν. Συμπτώματα που μπορεί να δώσουν οι κύστεις είναι τα ακόλουθα:

  • Πυρετός
  • Πόνος στην οσφύ ή στην άνω κοιλία
  • Διάταση της κοιλίας
  • Συχνοουρία
  • Αίμα στα ούρα
  • Σκούρα ούρα

Η πολυκυστική νόσος των νεφρών, εκτός του πόνου στην οσφύ και την αιματουρία μπορεί προκαλέσει επίσης αρτηριακή υπέρταση.

Αίτια και παράγοντες κινδύνου

Τα ακριβή αίτια που προκαλούν τον σχηματισμό των απλών κύστεων δεν είναι γνωστά (με εξαίρεση την Πολυκυστική Νεφρική Νόσο που είναι κληρονομική). Υπάρχουν παρ’ολα αυτά μερικές θεωρίες για το σχηματισμό τους. Μέσα στους νεφρούς υπάρχουν περίπου 1 εκατομμύριο μικροσκοπικές νεφρικές μονάδες που ονομάζονται νεφρώνες, μέσα στους οποίους σχηματίζονται τα ούρα. Όταν κάποιος νεφρώνας αποφραχθεί, γεμίζει με υγρό, διογκώνεται και πιθανόν σχηματίζεται η κύστη. Μία άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι ένα αδύναμο σημείο στο τοίχωμα του νεφρώνα, μπορεί να δημιουργήσει ένα εκκόλπωμα (σα μια μικρή σπηλιά) και εκεί να δημιουργηθεί η κύστη.

Οι κύστεις είναι πιο πιθανές να δημιουργηθούν με το πέρασμα της ηλικίας. Το 25% των ανθρώπων στην ηλικία των 40 θα έχει κάποια κύστη, ενώ στα 50, ο μισός πληθυσμός θα έχει κύστη ή κύστεις. Οι άντρες φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν κύστεις στους νεφρούς.

Επιπλοκές

Όπως έχει ήδη αναφερθεί οι κύστεις κατά κανόνα δεν προκαλούν προβλήματα. Παρ’ολα αυτά κάποιες φορές οδηγούν σε επιπλοκές, που περιλαμβάνουν:

  • Επιμόλυνση
  • Ρήξη της κύστης
  • Απόφραξη της αποβολής των ούρων
  • Αρτηριακή υπέρταση

Σε ότι αφορά τους ασθενείς με Πολυκυστική Νόσο των Νεφρών, σταδιακά τα νεφρά υπολειτουργούν όλο και περισσότερο, φτάνοντας σε πλήρη νεφρική ανεπάρκεια (οι μισοί ασθενείς ηλικίας 60 ετών θα χρειαστούν συστηματική αιμοκάθαρση σε τεχνητό νεφρό).

Σταδιοποίηση

Οι κύστεις ταξινομούνται με βάση τα ακτινολογικά χαρακτηριστικά τους σε απλές και σε επιπλεγμένες. Το σύστημα ταξινόμησης ονομάζεται Bozniak και χωρίζει τις κύστεις στις απλές (που έχουν μέσα μόνο υγρό ή κάποιο μικρό διαφραγμάτιο), αλλά επίσης περιγράφει τις κύστεις που παρουσιάζουν υψηλότερο κίνδυνο εξαλλαγής σε κυστικό όγκο (καρκίνο). Οι κύστεις που είναι σταδίου ΙΙF και πάνω παρακολουθούνται τακτικά με υπερηχογραφημα νεφρών και αξονική τομογραφία (τα διαστήματα καθορίζονται ανάλογα με το μέγεθος, τα χαρακτηριστικά και κατά πόσο μπορεί να μεταβάλλονται οι κύστεις στο χρόνο).

Θεραπεία

Το μέγεθος και η θέση της κύστης, αλλά και τα ακτινολογικά χαρακτηριστικά της, θα καθορίσουν τη διαχείρηση ή και την πιθανή αντιμετώπιση. Οι κύστεις σταδίου Ι και ΙΙ δε χρειάζονται θεραπεία, αλλά ούτε και παρακολούθηση (ιδιαίτερα αν υπάρχουν πάνω από δύο εξετάσεις που επιβεβαιώνουν το μέγεθος και το στάδιο της κύστης).

Οι κύστεις σταδίου ΙΙF έχουν ένα μικρό κίνδυνο εξαλλαγής (5%) και για αυτό χρειάζονται παρακολούθηση για κάποιο διάστημα (το οποίο εξαρτάται από πολλούς παράγοντες).

Οι κύστεις σταδίου ΙΙΙ και IV απαιτούν χειρουργική αφαίρεση.

Σε κάποια επιλεγμένα περιστατικά μπορεί να προσφερθεί σκληροθεραπεία, μια ελάχιστα επεμβατική μέθοδος, κατά την οποία η κύστη παροχετεύεται και κατόπιν χορηγείται ένα υγρό που ουλοποιεί τα τοιχώματα της κύστης.