Γρηγόριος Λαμπρινός M.D. F.E.B.U.

Χειρουργός Ουρολόγος Ανδρολόγος

Στοιχεία επικοινωνίας
Ιατρείο: 210-59.86.795
Γραμματεία: 6988-60.69.92
info@lamprinos.gr

Στοιχεία επικοινωνίας

Ιατρείο: 210-59.86.795 – Γραμματεία: 6988-60.69.92

info@lamprinos.gr

Αρχική » Άρθρα
Ουρολοιμώξεις

Ουρολοιμώξεις

Ορίζουμε ουρολοίμωξη την φλεγμονή της ουροδόχου κύστη και/ή του ουροποιητικού η οποία προκαλείται από την παρουσία βακτηρίων (συχνότερα), μυκητων ή ιών. Περίπου το 50% των γυναικών θα παρουσιάσουν κάποια ουρολοίμωξη, κάποια στιγμή της ζωής τους. Αν τα μικρόβια φτάσουν στους νεφρούς ή ακόμα χειρότερα στην κυκλοφορία του αίματος, τότε μιλάμε για πυελονεφρίτιδα ή σηψαιμία, που μπορούν να απειλήσουν τη ζωή του ασθενούς. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να γίνεται έγκαιρη διάγνωση και σωστή αντιμετώπιση των ουρολοιμώξεων. Σημειώστε ότι σε αντίθεση με άλλα όργανα (όπως το δέρμα, τα έντερα κτλ), τα όργανα του ουρογεννητικού συστήματος φυσιολογικά είναι απολύτως στείρα και δεν έχουν μικρόβια.
Πώς ξεκινάει μια ουρολοίμωξη
Το ουροποιητικό σύστημα αποτελείται από πολλούς μύες, όργανα και νεύρα τα οποία συλλέγουν, αποθηκεύουν και αποβάλλουν τα ούρα. Η ουροδόχος κύστη είναι ένα από αυτά. Με απλά λόγια, η κύστη ανοίγει εντός της ουρήθρας, ενός σωλήνα που επιτρέπει στα ούρα να περάσουν εκτός του σώματός μας. Στις γυναίκες η ουρήθρα ανοίγει ακριβώς μπροστά από τον κόλπο, ο οποίος σε αντιθεση με τα όργανα του ουροποιητικού, δεν είναι στείρος και περιέχει διάφορα μικρόβια. Η φυσιολογική χλωρίδα τοπικά περιλαμβάνει βακτήρια όπως ο λακτοβακιλος, ο σταφιλόκοκκος, ο στρεπτόκοκκος και μικροοργανισμούς που προέρχονται από το ορθό, όπως το κολοβακτηρίδιο (E.coli) και την Klebsiella. Οι μικροοργανισμοί αυτοί του εντέρου προκαλούν το 85% των ουρολοιμώξεων.
Δυστυχώς η ανατομία της γυναίκας επιτρέπει στα μικρόβια αρκετά εύκολα να περάσουν από τον κόλπο, μέσω της βραχίας ουρήθρας, εντός της κύστης. Συνήθως, και εφόσον η γυναίκα πίνει αρκετά υγρά και ουρεί τακτικά, τα μικρόβια αποβάλλονται με τα ούρα. Σε περιπτώσεις αφυδάτωσης ή όταν η γυναίκα δεν αδειάζει τακτικά την κύστης της (ή ακόμα χειρότερα όταν η ασθενής για τον οποιοδήποτε λόγο κατακρατεί ούρα) τα μικρόβια βρίσκουν το έδαφος και το χρόνο να πολλαπλασιαστούν, προκαλόντας τις ουρολοιμώξεις. Οι άντρες είναι πιο ασφαλείς σε ότι αφορά τις ουρολοιμώξεις λόγω του μακρύτερου μήκους της ουρήθρας. Όταν παρουσιάσουν ουρολοίμωξη, τα συχνότερα αίτια είναι η παρουσία κάποιας πέτρας, η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη (στους μεγαλύτερους άντρες) και η σεξουαλική επαφή (σε άντρες κάτω των 35).

Συμπτώματα ουρολοιμώξεων

• Πόνος ή αίσθηση καύσους (κάψιμο) κατά την ούρηση
• Έπειξη προς ούρηση (πολύ έντονη επιθυμία προς ούρηση που δε μπορεί να αναβληθεί).
• Συχνοουρία
• Πόνος στην κάτω κοιλία ή στους νεφρούς
• Ακράτεια ούρων
• Αιματουρία (αίμα στα ούρα)
• Θολά ή σκούρα ούρα, με έντονη μυρωδιά
Σημειώνεται ότι υπάρχουν ασθενείς με ασυμπτωματική βακτηριουρία (παρουσία βακτηρίων στα ούρα χωρίς κανένα σύμπτωμα).
Η παρουσία των μικροβίων στα ούρα επιβεβαιώνεται με μια γενική ανάλυση ούρων. Εφόσον επιβεβαιωθεί, είναι απαραίτητη η καλλιέργεια ούρων, έτσι ώστε να καθοριστεί το είδος του μικροβίου και η πιθανή ανθεκτικότητα που μπορεί να έχει σε διάφορα αντιβιωτικά. Αυτό είναι άκρως απαραίτητο σε ασθενείς με υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις.
Οι απλές και μη επιπλεγμένες ουρολοιμώξεις συχνά αντιμετωπίζονται με ολιγοήμερη αντιβιωτική θεραπεία, ενώ επιπλεγμένες και/ή υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις απαιτούν διαφορετική θεραπευτική αντιμετώπιση.
Οι ουρολοιμώξεις είναι πολύ συχνές στους ηλικιωμένους ασθενείς. Σε προχωρημένες ηλικίες, με ασθενείς που δε μπορούν να περιγράψουν λεπτομερώς τα συμπτώματά τους, οι συγγενείς ή τα άτομα που τους φροντίζουν μπορεί να παρατηρηθούν συμπτώματα όπως ανησυχία, παραλήρημα, αλλαγή συμπεριφοράς και επίσης θολά, σκούρα ούρα έντονης μυρωδιάς.

Παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης ουρολοιμώξεων

• Μη τακτική ούρηση – αυτό επιτρέπει στα βακτήρια να παραμείνουν περισσότερη ώρα στην κύστη, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να πολλαπλασιαστούν και τελικά να “καταλλάβουν” την κύστη.
• Ατελής κένωση της κύστης – οποιαδήποτε κατακράτηση ούρων εμποδίζει την αποβολή τους με τα ούρα.
• Τοπική υγιεινή – φτωχή υγιεινή τοπικά προκαλεί επιμόλυνση του περινέου με μικρόβια προερχόμενα από το έντερο
• Σεξουαλική δραστηριότητα – κυρίως λόγω τραύματος της ουρήθρας και των περιβάλλοντων ιστών, που γίνονται πιο επηρεπείς στις λοιμώξεις, επιτρέποντας στα μικρόβια να εισβάλλουν στην ουρήθρα μηχανικά.
• Η χρήση σπερματοκτόνων αντισυλληπτικών – οι σπερματοκτόνες ουσίες αλλάζουν τη φυσιολογική χλωρίδα στον κόλπο, επιτρέποντας τα κολοβακτηρίδια να αποικίσουν την περιοχή
• Γενετικά αίτια – συγκεκριμένα κύτταρα στο βλεννογόννο του κόλπου και της ουρήθρας έχουν υποδοχείς που επιτρέπουν σε συγκεκριμένα βακτήρια να κολλήσουν και να δράσουν εντός της κύστης. Η έκφραση αυτών των υποδοχέων είναι κληρονομική
• Εμμηνόπαυση – Η πτώση των οιστρογόνων προκαλεί λέπτυνση των ιστών στον κόλπο και στην ουρήθρα, κάνοντάς τες πιο επιρρεπείς στις ουρολοιμώξεις. Η έλλειψη αυτή των οιστρογόνων αλλάζει επίσης το pH του κόλπου επιτρέποντας σε περισσότερα κολοβακτηρίδια να αποικίσουν τον κόλπο.
• Σακχαρώδης διαβήτης – Τα συστηματικά υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα προκαλούν ανοσοκαταστολή (μείωση της άμυνας του οργανισμού) κάνοντας τον/την ασθενή πιο ευαίσθητο/η στις ουρολοιμώξεις. Επιπλέον, όταν το σάκχαρο στο αίμα ξεπερνά τα 160 mg/dl, τότε το σάκχαρο αποβάλλεται στα ούρα (το οποίο φυσιολογικά δεν υπάρχει στα ούρα), το οποίο αποτελεί μια άριστη τροφή για τα βακτήρια που αναπτύσσονται ταχύτερα.
• Ανοσοκαταστολή – οποιασδήποτε αιτιολογίας.
Επιπλέον παράγοντες κινδύνου:
• Λιθίαση.
• Χρήση καθετήρα.
Αν αισθάνεστε ότι μπορεί να πάσχετε από ουρολοίμωξη ή αν έχετε ιστορικό υποτροπιάζοντων ουρολοιμώξεων, επικοινωνήστε με το ιατρείο για να προγραμματίσετε τον απαραίτητο λεπτομερή και εξατομικευμένο έλεγχο που απαιτείται.

Κυστεοσκόπηση

Κυστεοσκόπηση

Η κυστεοσκόπηση είναι μια εξέταση με την οποία εξετάζεται η ουροδόχος κύστη με τη χρήση ενός ενδοσκοπίου το οποίο ονομάζεται κυστεοσκόπιο. Υπάρχουν δύο βασικά είδη κυστεοσκοπίου, τα άκαμπτα, που προσφέρουν ελαφρώς καλύτερη εικόνα (λόγω μεγαλύτερης κάμερας) και τα εύκαμπτα, τα οποία κάνουν την εξέταση ευκολότερη για τον ασθενή.
ΠΟΤΕ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΥΣΤΕΟΣΚΟΠΗΣΗ
Υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις για την κυστεοσκόπηση. Η πιο συνήθης είναι η εξέταση της ουροδόχου κύστης προκειμένου να αποκλειστεί ο καρκίνος της κύστης σε περιπτώσεις μακροσκοπικής ή μικροσκοπικής αιματουρίας. Δεδομένου του τρόπου που γίνεται η εξέταση (μέσω της ουρήθρας και του προστάτη στους άνδρες) η κυστεοσκόπηση δίνει πολλές ανατομικές πληροφορίες στη διερεύνηση των δυσουρικών ενοχλημάτων. Με την κυστεοσκόπηση μπορούμε να αποκλείσουμε στενώματα ουρήθρας, αλλά και να εξετάσουμε την ανατομία του προστάτη, η οποία αποτελεί σημαντικό παράγοντα των πιθανών δυσκολιών της ούρησης στους άνδρες. Η κυστεοσκόπηση μπορεί επίσης να προσφερθεί για τη διερεύνηση υποτροπιάζουσων ουρολοιμώξεων, αφαίρεση stent μετά από χειρουργείο για νεφρολιθίαση, αποκλεισμός (ή μη) συριγγίου κ.ά.

ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΣΤΕΟΣΚΟΠΗΣΗ
Πριν την κυστεοσκόπηση χορηγείται τοπική αναισθησία (αναισθητικό gel), το οποίο διανοίγει την ουρήθρα διευκολύνοντας το πέρασμα του κυστεοσκοπίου, αλλά έχει τοπική αναισθητική δράση. Όταν χορηγείται το αναισθητικό, κάποιοι ασθενείς μπορεί να αιστανθούν λίγο περίεργα, αλλα τόσο το αναισθητικό, όσο και η όλη εξέταση είναι γενικά πολύ καλά ανεκτή.
Αφού δωθεί ο χρόνος να δράσει το αναισθητικό (συνήθως φτάνουν περί τα 30 δευτερόλεπτα) εισέρχεται το κυστεοσκόπιο υπό όραση. Αυτό σημαίνει ότι ο ουρολόγος βλέπει ακριβώς που είναι το άνοιγμα της ουρήθρας και έτσι αποφεύγονται οι τραυματισμοί της ουρήθρας.

ΕΧΕΙ Η ΚΥΣΤΕΟΣΚΟΠΗΣΗ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ?
Όπως σε κάθε εξέταση, έτσι και η κυστεοσκόπηση, έχει κάποιες πιθανές επιπλοκές. Η συχνότερη είναι μια αντιδραστική συχνοουρία, αλλά και δυσουρία (τσούξιμο κατά την ούρηση), για 2-3 ημέρες μετά την εξέταση, η οποία υποχωρεί από μόνη της. Αυτό γίνεται περίπου στο 20-30% των ασθενών. Σπανιότερα μπορεί να παρουσιαστεί μικρή ποσότητα αίματος στα ούρα, σε περιπτώσεις που υπάρχουν είτε στενώματα ουρήθρας, είτε ένας υπερπλαστικός προστάτης με μεγάλα αγγεία. Σχεδόν στο σύνολο αυτών των περιστατικών ο ουρολόγος βλέπει την αιμορραγία κατά την εξέταση και ο ασθενής είναι ενήμερος. Το φάρμακο που απαιτείται και για τις δύο αυτές επιπλοκές είναι το νερό (ζητείται πάντα στους ασθενείς να πίνουν περί τα 2 λίτρα ημερησίως).
Σε λιγότερο από 1% των ασθενών που θα υποβληθούν σε κυστεοσκόπηση μπορεί να παρουσιαστεί κάποια ουρολοίμωξη, συνήθως 2-3 μέρες αργότερα. Στην περίπτωση αυτή χορηγείται αντιβίωση.

ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΚΥΣΤΕΟΣΚΟΠΗΣΗ
Οι ασθενείς που λαμβάνουν συστηματική φαρμακευτική αντιπηκτική αγωγή έχουν εκ των πραγμάτων υψηλότερη πιθανότητα να παρουσιάσουν αιμορραγικές επιπλοκές. Η εύκαμπτη κυστεοσκόπηση γενικότερα είναι πιο ασφαλής, δεδομένου της μικρότερης διαμέτρου του κυστεοσκοπίου. Σε ότι αφορά την άκαμπτη κυστεοσκόπηση, τα αντιπηκτικά πρέπει να διακόπτονται (με εξαίρεση την ασπιρίνη που είναι ασφαλής). Για λεπτομέρειες σχετικά με την αντιπηκτική αγωγή σας, πρέπει να υπάρχει πάντα συνεννόηση με τον ουρολόγο.

ΠΟΤΕ ΜΑΘΑΙΝΩ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Με το πέρας της εξέτασης ο ασθενής ενημερώνεται άμεσα για τα ευρήματα.

Καλοήθης υπερπλασία του προστάτη (ΚΥΠ)

Καλοήθης υπερπλασία του προστάτη (ΚΥΠ)

Ο προστατικός αδένας περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ανδρικής ουρήθρας, ακριβώς κάτω από την κύστη και συμμετέχει στην παραγωγή του σπέρματος. Ο όγκος του κατά τη γέννηση είναι μόλις ένα γραμμάριο και κατά την εφηβεία αυξάνεται στα 25 γραμμάρια. Για τα επόμενα 20-25 χρόνια θα παραμείνει σταθερός, αλλά μετά την ηλικία των 40-45 ετών, αρχίζει σταδιακά να αυξάνει το μέγεθός του. Η αύξηση αυτή είναι απολύτως φυσιολογική, ονομάζεται Καλοήθης Υπερπλασία του Προστάτη (ΚΥΠ) και αποτελεί μέρος της γήρανσης του άνδρα. Το πόσο, αλλά και το πόσο γρήγορα, θα αυξηθεί ο όγκος του προστάτη είναι απρόβλεπτο.

Στα πρώιμα στάδια της ΚΥΠ, η ουροδόχος κύστη σταδιακά συσπάται δυνατότερα, προκειμένου να υπερνικήσει την απόφραξη (εμπόδιο) που προκαλεί ο μεγαλύτερος σε μέγεθος προστάτης, έτσι ώστε να αδειάσει όσο το δυνατόν καλύτερα (ιδανικά πρέπει να αδειάζει τελείως). Κατά τη φάση αυτή, οι άνδρες αρχίζουν να παρατηρούν τα πρώτα συμπτώματα, τα οποία περιλαμβάνουν:

  • Μείωση της ροής και της ακτίνας της (τα ούρα δεν πηγαίνουν μακρυά).
  • Δυσουρία (δυσκολία ή ακόμα και πόνος/τσούξιμο κατά τη διάρκεια της ούρησης).
  • Συχνοουρία (αύξηση της συχνότητας της ούρησης).
  • Έπειξη προς ούρηση ( ο ασθενής δυσκολεύεται να καθυστερήσει την ούρηση).
  • Διπλή ούρηση (ο άντρας χρειάζεται παραπάνω από μία φορά για να αδειάσει την κύστη του).
  • Νυχτουρία (το να ξυπνάει κανείς το βράδυ για να ουρήσει).

 

Αξίζει να σημειωθεί, ότι η ούρηση αποτελεί μια εξαιρετικά περίπλοκη νευρολογική λειτουργία, με πλήθος διαφορετικών γεγονότων που πρέπει να γίνουν ταυτόχρονα, για να κενωθεί πλήρως η ουροδόχος κύστη. Οι συνήθειες της ούρησης του καθενός, αποτελούν ένα πολύ σημαντικό παράγοντα, τόσο στη διευρεύνηση, όσο και στην αντιμετώπιση των παραπάνω συμπτωμάτων, μιας και το μέγεθος του προστάτη από μόνο του δεν εξηγεί τα συμπτώματα. Η συμπεριφορά και η λειτουργία της κύστης, η οποία επηρεάζεται και από το μέγεθος του προστάτη, αποτελούν τη βάση της φυσιοπαθολογίας της ούρησης και η λεπτομερής διερεύνηση κατευθύνουν προς την ορθή αντιμετώπιση.

Πολλοί ασθενείς θεωρούν ότι συμπτώματα αυτού του είδους σχετίζονται με πιθανό καρκίνο του προστάτη, άποψη απολύτως εσφαλμένη, καθώς ο καρκίνος του προστάτη είναι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων εντελώς ασυμπτωματική νόσος. Ένας σημαντικός αριθμός ασθενών, με τον φόβο της διάγνωσης ενός πιθανού “καρκίνου” αποφεύγουν να εξεταστούν, γεγονός που καθυστερεί τη διάγνωση της ΚΥΠ, με αποτέλεσμα τα συμπτώματα να επιδεινώνονται και οι ίδιοι να ταλαιπωρούνται χωρίς λόγο.

Σε πρώτη φάση μάλιστα, η αντιμετώπιση πρώτης γραμμής της ΚΥΠ είναι συντηρητική, δε χρειάζεται φάρμακα, εφόσον ο ασθενής διερευνηθεί και ενημερωθεί κατάλληλα από τον θεράποντα. Η συντηρητική θεραπεία είναι ικανή να βελτιώσει την ποιότητα ζωής του ασθενή ακόμα και για χρόνια, αν και απαιτείται τακτική παρακολούθηση.

Όταν και εφόσον τα συμπτώματα επιδεινωθούν, ο ασθενής μπορεί να αντιμετωπιστεί με φαρμακευτική αγωγή. Τα φάρμακα που διατείθονται είναι δύο ειδών: α) σκευάσματα που χαλαρώνουν τον εξωτερικό σφικτήρα, με τη σύσπαση του οποίου μπορούμε φυσιολογικά να αναβάλλουμε την ούρηση (και που τείνει να είναι σε σύσπαση, όταν η ουροδόχος κύστη υπερλειτουργεί λόγω της ΚΥΠ), έτσι ώστε η ούρηση να γίνεται ευκολότερα και β) σκευάσματα που μειώνουν τον όγκο του προστάτη. Προφανώς, όπως κάθε άλλο φάρμακο, έτσι και αυτές οι δύο κατηγορίες φαρμάκων, έχουν πιθανές παρενέργειες. Είναι άκρως απαραίτητο, να προηγηθεί η εξατομοικευμένη διερεύνηση και ενημέρωση, έτσι ώστε να επιλεχθεί η κατάλληλη αγωγή, για να επιτευχθούν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα. Ο ουρολόγος οφείλει να ενημερώσει τον ασθενή για πιθανές παρενέργειες και κατόπιν επιλέγεται η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, εφόσον τα πιθανά οφέλη υπερτερούν των πιθανών παρενεργειών.

Αν ο ασθενής δεν μπορεί να λάβει φαρμακευτική αγωγή (για τον οποιοδήποτε λόγο) ή άν η φαρμακευτική αγωγή αποτύχει (συνήθως μετά από κάποια χρόνια αγωγής), ο ασθενής αποκτά ένδειξη για χειρουργική αντιμετώπιση. Τα πράγματα σε αυτή την περίπτωση περιπλέκονται περισσότερο, καθώς πλέον υπάρχουν πολλές διαφορετικές τεχνικές, η κάθε μια από τις οποίες απευθύνονται σε διαφορετικούς προστάτες (ανάλογα με το μέγεθος και την ανατομία/σχήμα του).

Η διουρηθρική εκτομή του προστάτη αποτελεί τη γνωστότερη μέθοδο (με τα περισσότερα δεδομένα, σε ότι αφορά τα αποτελέσματά της, μιας και εφαρμόζεται περισσότερα χρόνια). Με τη επέμβαση αυτή χρεισημοποιούμε ένα εργαλείο που ονομάζεται ρεζεκτοσκόπιο, το οποίο έχει μια κάμερα και μια loop, που είναι μια μεταλλική αγκύλη (θηλιά) που κόβει και καίει, αφερόντας τον υπερπλαστικό προστατικό ιστό.

Ο άρρωστος νοσηλεύεται για 2-3 μέρες μετά την επέμβαση και με την αφαίρεση του καθετήρα η ούρηση βελτιώνεται εντυπωσιακά, αν και χρειάζονται αρκετές εβδομάδες, έως ότου η επούλωση ολοκληρωθεί και η ουροδόχος κύστη προσαρμοστεί στην καινούργια ανατομία της περιοχής. Στα αρνητικά αποτελούν η πιθανότητα ακράτειας (<1%), η πιθανή στυτική δυσλειτουργία (5-10%) και η παλίνδρομη εκσπερμάτιση, όπου το σπέρμα επιστρέφει στην κύστη κατά τον οργασμό, σχεδόν σε όλους τους ασθενείς. Άλλες αιμορραγικές και μεταβολικές επιπλοκές έχουν μειωθεί με την ανάπτυξη καινούργιων συστημάτων (διπολικές, TURIS κτλ)

 

Διαφορετικές πηγές ενέργειας έχουν χρησιμοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, όπως το Green Laser, το Thulium Laser και το HoLEP. Τα δύο πρώτα έχουν μειώσει τις αιμορραγίες (και ασφαλώς τις μεταγγίσεις), αλλά και το χρόνο νοσηλείας, μιας και οι ασθενείς επιστρέφουν στο σπίτι συνήθως την ίδια ημέρα. Για πολύ μεγάλους προστάτες (που παλαιότερα αντιμετωπίζονταν με ανοιχτή διακυστική προστατεκτομή, μια ιδιαίτερα αποτελεσματική μέθοδο, με περισσότερες αιμορραγίες και νοσηλεία 8-10 ημερών) το laser που υπερτερεί είναι το HoLEP. Με τη μέθοδο αυτή, το σύνολο του αδενόματος αποκολλάται από την κάψα του προστάτη και καταλήγει εντός της ουροδόχου κύστης, από όπου και αφαιρείται με τη χρήση ενός άλλου εργαλείου, πάντα διουρηθρικά. Με την τεχνική αυτή, υπάρχει μια ελαφρώς αυξημένη πιθανότητα παροδικής ακράτειας (μιας και η κύστη έχει “εκπαιδευτεί” να συσπάται κόντρα σε ένα τεράστιο προστάτη.

 

 

 

 

 

 

 

 

Ενδιαφέρον παρουσίασε πριν μερικά χρόνια το UroLift, με το οποίο τοποθετούνται 4-6 μεταλλικά clips κρατώντας την ουρήθρα ανοιχτή. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγονται οι σοβαρές λειτουργικές επιπλοκές, αλλά οι ασθενείς που μπορούν να επιλεχθούν για την τεχνική αυτή, πρέπει να μην έχουν προστάτη πάνω από 50-60 γρ, να μην έχουν μέσο λοβό (μια αρκετά κοινή ανατομική παραλλαγή, όπου υπάρχει ένας τρίτος λοβός) και κυρίως, με την τοποθέτηση των clips, ο ασθενής δε θα μπορέσει να υποβληθεί σε μαγνητική του προστάτη (μια πολύ αξιόπιστη απεικονιστική επιλογή, για τον καρκίνο του προστάτη). Παρόλα αυτά το UroLift μπορεί να προσφερθεί σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις.

 

 

 

Η πλέον μοντέρνα μέθοδος είναι το REZUM, με την οποία δεν υπάρχει κόψιμο, αλλά μέσω μίας κυρτής βελόνας, που εισέρχεται στον προστάτη μέσω ενός ειδικού κυστεοσκοπίου, χορηγείται ατμός για 9 δευτερόλεπτα κάθε φορα, που κάνουν τον προστάτη αρχικά να παρουσιάσει οίδημα, αλλά εντός λίγων εβδομάδων ο όγκος του μειώνεται σημαντικά, χωρίς σχεδόν καμία επιπλοκή (με εξαίρεση την πιθανή ουρολοίμωξη όπως και σε όλες τις παραπάνω τεχνικές). Ο ασθενής επιστρέφει την ίδια μερα σπίτι με καθετήρα (αφαιρείται σε 7-10 ημέρες). Απευθύνεται σε προστάτες έως 80 γρ (μεγαλύτεροι προστάτες δεν έχουν απόλυτη αντένδειξη, αλλά παρουσιάζουν μακρύτερη χρονικά αποκατάσταση).

Συμπερασματικά, ο κάθε ασθενής πρέπει να διευρενάται διεξοδικά, έτσι ώστε να λαμβάνει την κατάλληλη θεραπεία, αν και εφόσον τον χρειάζεται, είτε αυτή είναι φαρμακευτική, είτε είναι χειρουργική.