ΑΙΜΑΤΟΥΡΙΑ (αίμα στα ούρα).
Αιματουρία ορίζεται η παρουσία του αίματος στα ούρα (σε φυσιολογικές συνθήκες τα ούρα δεν έχουν αίμα).Μπορεί να είναι είτε μικροσκοπική (όταν δε είναι ορατή με το γυμνό μάτι, αλλά βρίσκεται στη γενική ούρων ή στο λεγόμενο stick ούρων) είτε μακροσκοπική (όταν οι ασθενείς παρατηρήσουν ερυθρά ούρα κατά τη διάρκεια της ούρησης). Η αιματουρία είναι ένα σύμπτωμα με το οποίο πολλοί ασθενείς παρουσιάζονται στον Ουρολόγο και πρέπει να διευρευνάται διεξοδικά, καθώς μπορεί να υποκρύπτει διάφορες παθολογίες που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης.
Πολλά περιστατικά αιματουρίας οφείλονται σε εντελώς καλοήθεις καταστάσεις, όπως για παράδειγμα αφυδάτωση ή η έντονη φυσική άσκηση ή εργασία. Υπάρχουν μάλιστα και περιπτώσεις τροφών ή φαρμάκων τα οποία αλλοιώνουν το χρώμα των ούρων (γνωστότερο παράδειγμα τα παντζάρια). Προφανείς αιτίες είναι τα τραύματα,οι ουρολοιμώξεις, οι πέτρες των νεφρών και των ουρητήρων (ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια ενός κωλικού, μιας ιδιαίτερα επώδυνης κατάστασης), η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη (ο οποίος όταν αυξηθεί σημαντικά σε μέγεθος τείνει να έχει μεγάλα και εύθραυστα αγγεία) και λήψη αντιπηκτικών φαρμάκων. Εννοείται ότι πολλοί ασθενείς μπορούν να έχουν παραπάνω από μία αιτίες, έχοντας αυξημένο κίνδυνο αιματουρίας.
Η λίστα με τις πιθανές αιτίες περιλαμβάνει και διάφορα νεοπλάσματα (καρκίνους) με συχνότερα αυτά των νεφρών και της ουροδόχου κύστης. Ο καρκίνος του προστάτη μπορεί να προκαλέσει αιματουρία (και για το λόγο αυτό στα πλαίσια της διερεύνησης εξετάζεται το PSA – ειδικό προστατικό αντιγόνο – εφόσον δεν συνυπάρχει ουρολοίμωξη), αλλά είναι εξαιρετικά σπάνιες οι περιπτώσεις διάγνωσης καρκίνου του προστάτη μετά από αιματουρία.
Στα πλαίσια της διερεύνησης, οι ασθενείς οφείλουν να υποβληθούν σε απεικονιστικό έλεγχο (υπερηχογράφημα ή/και αξονική τομογραφία), αλλά και σε κυστεοσκόπηση. Με τον υπέρηχο εξετάζονται οι νεφροί (έτσι ώστε να αποκλειστεί καρκίνος των νεφρών) και με την αξονική εξετάζονται πιθανοί λίθοι, αλλά και νεοπλάσματα των νεφρών και των ουρητήρων.
Αφού αποκλειστεί καρκίνος στους νεφρούς, ο ασθενής πρέπει να υποβληθεί σε κυστεοσκόπηση, είτε (ιδανικά) με εύκαμπτο είτε με άκαμπτο κυστεοσκόπιο, έτσι ώστε να αποκλειστεί η παρουσία καρκίνου και στην κύστη. Δυστυχώς δεν υπάρχει τέλεια απεικονιστική εξέταση για την ουροδόχο κύστη, οπότε ο ενδοσκοπικός έλεγχος είναι απολύτως απαραίτητος. Αν βέβαια, στον υπέρηχο ή στην αξονική φανεί όγκος εντός του τοιχώματος της κύστης, ο ασθενής μπορεί να κάνει την κυστεοσκόπηση υπό γενική αναισθησία, και εφόσον η παρουσία καρκίνου επιβεβαιωθεί, να αφαιρεθεί με μία μόνο αναισθησία.
Η επέμβαση αυτή ονομάζεται διουρηθρική εκτομή θηλώματος, γίνεται δια της ουρήθρας και στόχος της είναι η πλήρης αφαίρεση του νεοπλάσματος. Η ιστολογική εξέταση οφείλει να απαντήσει κυρίως δύο ερωτήματα; τί είδους κύτταρα περιέχει ο όγκος (το λεγόμενο grade, που δείχνει το βαθμό κακοήθειας) και το πόσο επιφανειακός ή μη είναι ο όγκος. Το τοίχωμα της ουροδόχου κύστης έχει διάφορα στρώματα και εφόσον ο καρκίνος είναι επιφανειακός, αυτού του είδους η εκτομή είναι ικανή να ελέγχει τη νόσο.
Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι οι ασθενείς υποβάλλονται σε αυτές τις εξετάσεις για να αποκλειστεί καρκίνος και όχι για να διαγνωσθεί.
ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΤΗΣ ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΗΣ
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κύριος παράγοντας κινδύνου για να αναπτύξει κανείς καρκίνο της ουροδόχου κύστης είναι το κάπνισμα και η έκθεση σε μια σειρα από χημικές ουσίες (κυρίως αρωματικές αμίνες). Σημαντικό στοιχείο αποτελεί ότι οι ασθενείς αυτοί έχουν εκθέσει όλη την ουροδόχο κύστη σε αυτούς τους παράγοντες κινδύνου το οποίο σημαίνει ότι υπάρχει πάντα σοβαρός κίνδυνος υποτροπής της νόσου. Αυτό μπορεί να γίνει αν ο αρχικός όγκος δεν αφαιρεθεί πλήρως (οπότε τα καρκινικά κύτταρα θα αναπτύξουν καινούργιο όγκο στο ίδιο σημείο), αλλά συχνότερα η κύστη αναπτύσσει γενικά καινούργιους όγκους.
Με βάση τα χαρακτηριστικα (μέγεθος, θέση, αριθμός όγκων), αλλά και την ιστολογική εξέταση του πρώτου παρασκευάσματος, χαρακτηρίζουμε τους όγκους ως χαμηλού ή υψηλού κινδύνου. Η πιθανότητα υποτροπής είναι πάντα υπαρκτή, αλλά οι χαμηλοί κινδύνου καρκίνοι, αν και όταν υποτροπιάσουν τείνουν να παραμένουν επιφανειακοί και δεν χρήζουν περαιτέρω θεραπείας (μόνο ενδοσκοπική παρακολούθηση). Οι λεγόμενοι ενδιάμεσου κινδύνου καρκίνοι θα χρειαστούν χημειοθεραπευτικές ενδοκυστικές εγχύσεις (η χημειοθεραπεία δε δίνεται στις φλέβες, αλλά εισέρχεται στην κύστη μέσω ενός καθετήρα ο οποίος αφαιρείται μετά τη χορήγηση), για να καθυστερήσει η οποιαδήποτε τυχόν υποτροπή.
Οι υψηλού κινδύνου καρκίνοι, έχουν σημαντικά υψηλότερη πιθανότητα, εφόσον υποτροπιάσουν, να διηθούν τον εξωστήρα μυ της κύστης. Για το λόγο αυτό, μετά την αρχική εκτομή, απαιτούν περαιτέρω ανοσοθεραπεία με ενδοκυστικές εγχύσεις BCG (που περιέχει αποδυναμωμένα στελέχη του Βάκιλου της φυματίωσης, με σκοπό να ενεργοποιήσει την τοπική άμυνα του οργανισμού, έτσι ώστε σε περίπτωση υποτροπής, να περιοριστεί ο όγκος στα επιφανειακά στρώματα για να είναι εξαιρέσιμος διουρηθρικά).
Στις σπανιότερες περιπτώσεις όπου η νόσος θα εισέρχεται εντός του μυικού χιτώνα (εξωστήρα μυ), η αντιμετώπιση αυτή δε θα είναι αρκετή. Στην περίπτωση αυτή, ο ασθενής χρήζει ριζικής θεραπείας (σε όλη την κύστη) η οποία μπορεί να είναι ακτινοβολία ή χειρουργική. Πριν την επιλογή της ριζικής θεραπείας (ακτινοβολίας ή ριζική κυστεκτομής), ο ασθενείς υποβάλλεται σε περαιτέρω εξετάσεις σταδιοποίησης, έτσι ώστε να αποκλειστεί ότι η νόσος έχει δώσει μεταστάσεις (σε αυτή την περίπτωση, αναλαμβάνουν οι ογκολόγοι την περαιτέρω θεραπεία).
Οι ασθενείς που επιλέγουν την εξωτερική ακτινοβολία, θα χρειαστεί να κάνουν μια συνεδρία σχεδιασμού, έτσι ώστε ο ακτινοθεραπευτής να οργανώσει το πεδίο που θα λάβει τη θεραπεία, αλλά και τον αριθμό συνεδριών και δόσεων. Συνήθως, οι ασθενείς υποβάλλονται σε πολλαπλές συνεδρίες (περίπου 4 εβδομάδες) έως ότου συμπληρώσουν τη συνολική δόση που απαιτείται. Στα υπέρ είναι η διατήρηση της ουροδόχου κύστης, η οποία από την άλλη υφίσταται βλάβες στο σύνολό της (όχι μόνο τα καρκινικά κύτταρα), γεγονός που θα προκαλέσει τις όποιες πιθανές επιπλοκές.
Η ριζική κυστεκτομή στις γυναίκες και ριζική κύστεοπροστατεκτομή στους άντρες (όπου αφαιρείται και ο προστάτης) είναι ένα μεγάλο χειρουργείο με το οποίο αλλάζει ριζικά η ανατομία της πυέλου. Η ουροδόχος κύστης αφαιρείται και δημιουργείται μία νέα από τμήμα του εντέρου. Κατόπιν οι ουρητήρες εμφυτεύονται στην “καινούργια” κύστη, η οποία είτε αναστομώνεται στην υπάρχουσα ουρήθρα (εφόσον η ουρήθρα δεν έχει νόσο και στην περίπτωση αυτή ο ασθενής ουρεί από την φυσιολογική του ουρήθρα), είτε δημιουργείται μια στομία από την οποία αποβάλλονται πλέον τα ούρα. Υπάρχουν πολλές τεχνικές, με διαφορετικές πιθανές επιπλοκές και η τελική επιλογή γίνεται με βάση πολλά διαφορετικά στοιχεία.